Μια από τις αδυναμίες του Ντοστογιέβσκι δίνει μορφή συμβολική, χειροπιαστή, σε ό,τι είναι η ίδια η ουσία του είναι του: Η αρρωστιάρικη μανία του για τα τυχερά παιχνίδια.
Από μικρό παιδί είχε το πάθος των χαρτιών αλλά μόνο στην Ευρώπη ανακαλύπτει το διαβολικό καθρέφτη της νευρικότητας του: Το Κόκκινο και το Μαύρο, τη ρουλέτα, αυτό το τόσο επικίνδυνο παιχνίδι μέσα από τον πρωτόγονο διϊσμό του.
Η πράσινη τσόχα του Μπάντεν, η ρουλέτα του Μόντε – Κάρλο, είναι οι εντονότερες εκστάσεις του στην Ευρώπη: (…)
Επειδή εκεί βρίσκει την ένταση, την τελεσίδικη απόφαση: Μαύρο ή Κόκκινο, μονά ή ζυγά, επιτυχία ή εκμηδενισμός, χασούρα ή κέρδος – συμπυκνωμένα στα δευτερόλεπτα εκείνα που η ρόδα γυρίζει: Η ένταση συγκεντρωμένη μέσα σ’ αυτήν την αστραπή του πόνου ή της απόλαυσης.
(Από το Οπισθόφυλλο του Γκοβόστη)
Το Μυθιστόρημα του Φεντόρ Ντοστογιέβσκι “Ο Παίκτης” μας μεταφέρει στον 19ο αιώνα στην καρδιά της Ευρώπης, στη Γερμανία. Με επίκεντρο τις κοσμοπολίτικες λουτροπόλεις Βισμπάντεν και Χόμπουργκ με τα ονομαστά Καζίνο της εποχής τα οποία είχε ο ίδιος ο συγγραφεύς είχε επισκεφθεί κατά το 2ο ταξίδι του στην Ευρώπη όπου και γνώρισε τη μετέπειτα δεύτερη γυναίκα του, ο Ντοστογιέφσκι δημιουργεί σε διάστημα λίγων ημερών το περίφημο μυθιστόρημα του.
Η αγάπη του για την πατρίδα του και τους συμπατριώτες του καταγράφεται με γλαφυρές πινελιές αναδεικνύοντας με τον πολύχρωμο χρωστήρα της πένας του, την υπεροχή των ρώσων ευγενών έναντι των ξεπεσμένων ευρωπαίων της εποχής της δεύτερης αυτοκρατορίας. Κυρίως όμως περιγράφει την εξάρτηση των ξεπεσμένων ευγενών από το χρήμα και την μανιώδη τους προσήλωση σαν μια διέξοδο από το οικονομικό τους αδιέξοδο, στο παιχνίδι της Ρουλέτας – ένα παιχνίδι που τον ίδιο τον συγγραφέα, είχε κυριολεχτικά συνεπάρει.
Το Ρουλέτενμπουργκ, φανταστική πόλη της Γερμανίας, Ρώσοι και Πολωνοί εμιγκρέδες, ευγενείς και απατεώνες, που η μοίρα τους γυρίζει στους ρυθμούς της ρουλέτας. Ο δάσκαλος Αλεξέι Ιβάνοβιτς, κεντρικός ήρωας και αφηγητής του βιβλίου. Το ακόρεστο πάθος του για το παιχνίδι και ο τυραννικός έρωτάς του για την Πολίνα Αλεξάντροβνα με τον περίπλοκο και αντιφατικό χαρακτήρα. Ένας απόστρατος Ρώσος στρατηγός, ξεπεσμένος μεγαλογαιοκτήμονας, καταχρεωμένος στον Γάλλο τοκογλύφο Ντε Γκριέ κι ερωτευμένος με μια μοιραία γυναίκα, τη μαμζέλ Μπλανς. Μια εκκεντρική γριά θεία που όχι μόνο δεν κάνει το χατίρι των επίδοξων κληρονόμων της να πεθάνει, αλλά χάνει όλη σχεδόν την περιουσία της στο καζίνο.
Με τα μάτια του ήρωα του Αλεξέι Ιβάνοβιτς προσηλωμένα στο κόκκινο και το μαύρο, στην επιτυχία ή αποτυχία, στη νίκη ή στην καταστροφή – όλα γύρω εξυφαίνονται μ’ αυτό το σκεπτικό. Το κέρδος είναι ο μόνος γνώμονας και επιδίωξη. Στη ρουλέτα, στον έρωτα, στην επιτυχία. Αλλιώς δεν περιμένει παρά η συντριβή και ο αφανισμός. Όλοι οι ήρωες του βιβλίου, προεξάρχοντος του νεαρού αφηγητή, αγωνίζονται για τον ίδιο σκοπό: Το χρήμα και τον έρωτα – κι αυτές είναι όλες οι ενασχολήσεις τους, γύρω από τις οποίες στροβιλίζονται οι ανάλαφρες, κοσμοπολίτικες φιγούρες τους —μιας τάξης που όδευε στην παρακμή, προετοιμάζοντας την άνοδο της νέας αστικής τάξης.
Απόσπασμα Ο ΠΑΙΚΤΗΣ Dostojevskij, Fedor Michajlovic, 1821-1881
Απ’ το Ημερολόγιο ενός Νέου
ΚΕΦ. 1
Επιτέλους επέστρεψα απ’ τη δεκαπενθήμερη απουσία μου. Οι δικοί μας είναι κιόλας τρεις μέρες που βρίσκονται στο Ρουλέτεμπουργκ. Φανταζόμουνα πως θα με δέχονταν μ’ ανοιχτές αγκάλες, όμως γελάστηκα… Ο στρατηγός ωστόσο μου φαινόταν ευχαριστημένος σαν με είδε, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να μου μιλήσει με κάποια περιφρόνηση και με ξαπέστειλε αμέσως στην αδελφή του.
Ήταν φως φανερό πως κάπου θα τσιμπολόγησαν λεφτά. Μου φάνηκε μάλιστα πως ο στρατηγός ντρέπονταν λιγάκι να με κοιτάξει κατάματα. Η Μαρία Φιλίπποβνα ήταν πάρα πολύ απασχολημένη και μόλις ανταλλάξαμε μερικές λέξεις όμως τα χρήματα τα δέχτηκε, τα μέτρησε προσεχτικά κι άκουσε όλη τη διήγηση μου. Στο γεύμα περίμεναν να ‘ρθει κι ο Μεζεντόβ, ο φραντσέζος κι ακόμα κάποιος άγνωστος σε μένα Άγγλος. Κι όπως ήταν η συνήθεια τους, μόλις ακούστηκαν λίγα λεφτά στην τσέπη τους, αμέσως κι όλας καλέσανε μουσαφιρέους στο τραπέζι. Η Πολίνα Αλεξάντροβνα άμα με είδε με ρώτησε γιατί άργησα τόσο πολύ, κι έφυγε δίχως ν’ ακούσει την απάντηση μου πως το ‘κανα αυτό επίτηδες. Κι όμως έπρεπε να εξηγηθούμε μεταξύ μας, γιατί είχαν μαζευτεί ένα σωρό ζητήματα.
Μου δώσανε μια μικρή καμαρούλα στο τέταρτο πάτωμα του ξενοδοχείου. Εδώ μέσα το ξέρουν όλοι πως ανήκω κι εγώ στην ακολουθία του Στρατηγού. Όλα γύρω μου μαρτυρούσαν πως πρόλαβαν κι όλας να κάνουν μια κάποια εντύπωση εδώ πέρα. Ο στρατηγός περνάει για βαθύπλουτος ρώσος ευπατρίδης. Πριν απ’ το γεύμα ακόμη, μαζί με άλλες παραγγελίες, έσπευσε να μου δώσει και δύο χαρτονομίσματα των χιλίων φράγκων να του τα χαλάσω. Κι εγώ πήγα και τ’ άλλαξα στο ταμείο του ξενοδοχείου. Ε τώρα πια θα περνούμε για εκατομμυριούχοι, τουλάχιστον για μια βδομάδα. Ήμουν κι όλας έτοιμος να πάρω τον Μίσα και τη Νάντια να τους βγάλω λίγο περίπατο, όμως απ’ τη σκάλα με φωνάξανε στο δωμάτιο του στρατηγού. Έτσι άξαφνα του ήρθε η φρόνιμη σκέψη να μάθει που είχα σκοπό να πήγαινα τα παιδιά. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, δεν μπορεί ν’ αντικρίσει τα μάτια μου. Χωρίς άλλο θα το ‘θελε πολύ, μα εγώ τον ατενίζω πάντα μ’ ένα τόσο επίμονο και γεμάτο προπέτεια βλέμμα, που τον κάνει, καθώς φαίνεται, να τα χάνει. Με φουσκωμένα λόγια, μ’ επιτηδευμένο ύφος εξαπολύοντας τη μια φράση πίσω απ’ την άλλη και στο τέλος αφού τα μπέρδεψε όλα, μου ‘δωσε να καταλάβω πως έπρεπε να πάω τα παιδιά κάπου πολύ μακριά απ’ τον σταθμό, κατά το πάρκο! Έπειτα ξέσπασε και πρόστεσε απότομα κι οργισμένα: “Γιατί σεις δεν το ‘χετε σε τίποτα να τα πάτε στο σταθμό… στη ρουλέττα. Με συγχωρείτε πρόσθεσε. Όμως ξέρω πως είστε νέος κι επιπόλαιος ακόμα, κι ικανός να πάτε να παίξετε μάλιστα!. Εν πάση περιπτώσει, μολονότι δεν είμαι μέντωρ σας, μα ούτε θέλω άλλωστε ν’ αναλάβω έναν τέτοιο ρόλο, ωστόσο έχω το δικαίωμα νομίζω, να σας παρακαλέσω να μη με εκθέσετε…”
—Μα εγώ στρατηγέ μου, δεν έχω λεπτά απάνω μου, απάντησα με ηρεμία, και για να χάσει κανείς πρέπει να έχει.
—Θα σας δώσω αμέσως, απάντησε ο στρατηγός κοκκινίζοντας ελαφρά.
Κι άρχισε ν’ ανασκαλεύει το γραφείο του, έρριξε ένα συμβουλευτικό βλέμμα στο σημειωματάριο του, κι είδε πως μου όφειλε πάνω κάτω εκατόν είκοσι ρούβλια.
—Μα δεν ξέρω πως πρέπει να λογαριαστούμε, είπε ο στρατηγός, είναι ανάγκη να μετατρέψουμε σε τάλληρα. Ορίστε λοιπόν, πάρτε εκατό τάληρα για να ‘χουμε στρογγυλό λογαρισμό… και τα υπόλοιπα, βέβαια δεν θα χαθούνε…
Εγώ πήρα σιωπηλά τα χρήματα.
—Σας παρακαλώ, μη σας κακοφαίνονται τα λόγια μου, είσαστε δα τόσο μυγιάγγιχτος… Αν σας έκανα μια παρατήρηση, το ‘κανα αυτό για το καλό σας, και θαρρώ πως έχω κάποιο δικαίωμα…
Όταν γυρίζαμε, πριν απ’ το γεύμα, με τα παιδιά στο ξενοδοχείο, απαντήσαμε μια πραγματική καβαλαρία. Οι δικοί μας πήγανε να επισκεφτούνε κάτι ερείπια. Οι κυρίες ήταν καθισμένες σε δυό θαυμάσιες μπερλίνες, και οι κύριοι σε υπέροχα άλογα! Η mademoisel Blanche καθόταν στη μια μπερλίνα μαζί με τη Μαρία Φιλίπποβνα και την Πολίνα. Ο φραντσέζος, ο άγγλος κι ο στρατηγός τις συνόδευαν καβάλα. Όλοι οι διαβάτες σταματούσανε και τους κυττάζανε, η φιγούρα που κάνανε ήταν πολύ μεγάλη, μόνο που όλα αυτά θα του βγουν ξινά του στρατηγού. Υπολόγιζα πως με τις τέσσερις χιλιάδες φράγκα που έφερα μαζί μου, και προσθέτοντας ακόμα όσα στο αναμεταξύ είχαν προλάβει να τσιμπολογήσουν αυτοί, έπρεπε να έχουν τώρα εφτά ως οχτώ πάνω κάτω χιλιάδες φράγκα μα το ποσό τούτο ήταν βέβαια ελάχιστο για τη Mlle Blanche.
Η Mlle Blanche μένει κι αυτή στο ξενοδοχείο μας μαζί με τη μητέρα της. Κάπου εδώ ολόγυρα κάθεται κι ο Φραντσέζος μας. Το προσωπικό του ξενοδοχείου τον αποκαλεί “Mr le Comte” και την μητέρα της Mlle Blanche “Mme la Comtesse”. Ωστόσο, ποιος τάχα τους ξέρει; μπορεί και στ’ αλήθεια να ‘ναι Comte et Comtesse.
Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας