Ανθολόγιο Σικελιανός

Το διάβα του ελαιώνα

Στον Ιόνιο διάπλατο γιαλό διαβήκαμε, περνώντας
τον ελαιώνα, αγαπητό της Αθηνάς και πλίθια
σε ίσκιους βαθύ, σαν πέλαγο, και αχό με τους ανέμους
Και ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους
ανάμεσ’ από λούλουδα κι από ευωδιές, καθένας
στην αρμονία σα σε ραβδί αγριλίδας ζυγιασμένος.
Κ’ οι σαύρες, φωτοπράσινες, που δίπλα από τη ρίζαν
εκοίταγαν ασάλευτες στον ήλιο, και τα φίδια
σα γητεμένα όλα βαθιά της αρμονίας μας ήταν,
και το ραβδί μου, ως πιστικού, το φίδι να πατήσει
δε σηκωνόταν, στο μακρύ του κάμπου μονοπάτι,
μα ως σε κλαδί λογιζόμουν να τυλιχτεί πως θα ‘ρτει…

Tuscany
Μεσογειακό Τοπίο – Τοσκάνη Ιταλία

Κ’ η Γλαύκη πρώτη τη σιωπήν έκοψε, πρώτη, ως όταν
κόβεις ψωμί κριθάρινο, στη μέση, από στο γόνα,
και η ευωδιά του ξεχειλάει αγγίζοντας τη φρένα.
Τέτοια και η Γλαύκη εμίλησε, που ‘χε γλυκά ευωδιάσει
με λιόφυλλο το στόμα της κ’ ελούστη με τα φύλλα
και τον ανθό της λυγαριάς στα χέρια και στα χείλια.
Και φούσκωνε μας η σιωπή τα στήθη, ωσάν την πείνα.
Μα ήταν κι ολόδροση η φωνή, να συγκερνάει τη δίψα
σαν το ψωμί που πότισες σε κρύας πηγής τη φλέβα.
Και τα μαλλιά τη σκέπαζαν, αν τα ‘ριχνε, ως τα πόδια,
μα πάντα διαφαινόντανε το μέτωπο ως φεγγάρι
που φέγγει θείον ολημερίς, κι ας ανεβαίνει ο ήλιος.
Και μες στο νου μου φάνταζε σαν τη στερνή την ψίχα
του δέντρου, ωσάν τ’ ολόχυμο μιανής φτελιάς μελούδι.

Το διάβα του ελαιώνα (συνέχεια)

Κ’ είπεν η Γλαύκη: “Ολονυχτίς τα μάτια σου στον ύπνο
σαν άστρα που ανοιγόκλειναν – και λαγαρά είναι τόσο
που, να τα ιδώ, στο μέτωπο την απαλάμη βάνω;”

Κ’ εγώ που νόμιζα η φωνή σαν κλειστός κρίνος που ήταν,
απάντησα, και να, η φωνή μέσα μου ανοίχτη ως κρίνος:

“Τ’ άστρι πληθαίνει μέσα μου, σαν το σπειρί στο ρόδι,
ως αναπεύω το κορμί στους άμμους του Ιονίου.
Η νύχτα ανοίγει απ’ το βαθύ τον πόθο σαν το ρόδι,
και μυρμηγκιάζει μέσα μου, κι ολάκερο μ’ αγγίζει,
πως, σα λουστώ απονύχτερα, μια αστραψιά αναβράει
τριγύρα από φωσφόρισμα – σαν μέσα από το γνέφι
που κουφοκαίει η αστραπή – και που σπιθίζει ακόμα
στα χέρια μου, στους ώμους μου, πάλε ως συρτρώ στους όχτους…
Κ’ ανοίγουν απονύχτερα των άστρων τα μπουμπούκια,
κι όλη ευωδά η μαγιάτικη νυχτιά απ’ τα τα τόσα ρόδα,
η Αλετροπόδα σαν φανεί κι ως βασιλέψει η Πούλια.
Κι ο ύπνος μου είν’ ανάλαφρος, και φτάνει μου να σειώνται
τα λέφαρα σ’ ανασασμό βαθύ μαζί με τ’ άστρα,
και μόνο φτάνει μου να πιω σε μιας σιωπής τη φλέβα,
κι ας είναι ως νυχτολούλουδα τα μάτια μου ανοιγμένα…”

Ο Σικελιανός στη Συκιά Κορινθίας εδώ Ο Μύθος του ποιητή εδώ

Στο μεσοδιάστημα των Καβάφης – Σεφέρης έλαμψε το άστρο του Άγγελου Σικελιανού λύρα δοξαστική μιας ανθρωποκεντρικής Φύσης

Κριτικές για Άγγελο Σικελιανό