Λυκαβηττός

στις

Βγαίνοντας από το σπίτι ψιλόβρεχε, η ώρα ήταν εννιάμισι. Τα αμυδρά φώτα του δρόμου φώτιζαν τα πεύκα νοτισμένα απ’ τη βροχή.  Η άσφαλτος γυάλιζε με τα άσπρα σημάδια που έδειχναν ακόμη πιο άσπρα μόλις οι δέσμες από τα φανάρια των αυτοκινήτων που περνούσαν έπεφταν επάνω τους. Το αμυδρά φωτισμένο παράθυρο ήταν εκεί μας έγνεφε φιλικά και στενοχωρημένα που το είχαμε αφήσει. Ήμασταν μέσα μόλις προ ολίγου, τώρα απομακρυνόμασταν από την οικεία του θαλπωρή. Περνώντας απ’ το Κολωνάκι θαυμάσαμε τα ωραία κτίρια της οδού Αναγνωστοπούλου εκεί ήταν και το σπίτι του Ανδρεάδη (του γνωστού εφοπλιστή μετέπειτα τραπεζίτη) με τη βαριά ξύλινη πόρτα. Ένας φρουρός στεκόταν στην είσοδο.

Μετά βγήκαμε στη Βασιλίσσης Σοφίας, το δένδρο στην πλατεία Συντάγματος δεν είχε ακόμη στηθεί – τα διαφαινόμενα επεισόδια από την πορεία για την επέτειο του θανάτου του άτυχου μαθητή Γρηγορόπουλου είχαν αποτρέψει τις ετοιμασίες.
Η πλατεία ήταν αυτή την ώρα ερημική σχετικά – μόνο στην είσοδο του μετρό οι υπαίθριοι αλλοδαποί πωλητές είχαν ακόμη απλωμένη την πραμάτεια τους και κάποιοι τελευταίοι επιβάτες στέκονταν μπρος στις σκάλες λίγο πριν επιβιβασθούν στους συρμούς.

Η νύχτα μας έγνεφε φιλική ωστόσο απόμακρη κρυμμένη μέσα στους ίσκιους του φεγγαριού και τις συστάδες των αραιών δένδρων της πλατείας.
Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τις σκάλες του μετρό. Πίσω μια μέρα ακόμη πλησίαζε στο τέλος της. Ο λόφος του Λυκαβηττού μας είχε αποχαιρετίσει όπως και η Λεωφόρος Αλεξάνδρας, το Starbucks όπου είχαμε πιει τον καφέ και γευτεί το σάντουιτς, το ωραίο σπίτι με τους γάτους και το σκύλο το Νέρωνα, τα σνίτσελ με το τυρί και το ζαμπόν, η σαγκρία, όλα είχαν γίνει παρελθόν.

Οι συζητήσεις κι αυτές είχαν περάσει και δεν είχε μείνει παρά ο απόηχος τους —το βιβλίο του Παύλου ΝιρβάναΈγκλημα στο Ψυχικό” – είχαμε πει για το νέο που έπαιξε το ρόλο του δολοφόνου του πάρκου και μετά δεν μπόρεσε να τον αποτινάξει – πληρώνοντας για ένα έγκλημα που είχε κάνει κάποιος αόρατος δολοφόνος του οποίου το ρόλο είχε απερίσκεπτα ενδυθεί.

Λόγια, πράξεις, σκέψεις για μια ακόμη φορά είχαν φθάσει στο τέλος τους και δεν έμενε παρά  η αίσθηση της απουσίας τους μέσα από τις θρυμματισμένες τους εικόνες – η ζεστασιά όμως μιας επικείμενης επανάληψης τους, έσβηνε στους αχούς από την όλο και απομακρυνόμενη εικόνα που έφευγε μαζί με τον ιλιγγιωδώς κινούμενο συρμό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *