Γιωργος Σεφερης – Ημερολογιο Καταστρωματος Α΄- Ο Γυρισμος του Ξενιτεμενου
"Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις; χρόνια ξενιτεμένος ήρθες με εικόνες που έχεις αναθρέψει κάτω από ξένους ουρανούς μακριά απ' τον τόπο το δικό σου". "Γυρεύω τον παλιό μου κήπο τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση κι' οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια κι όμως σαν είμουνα παιδί έπαιζα πάνω στο χορτάρι κάτω από τους μεγάλους ίσκιους κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές ώρα πολλή λαχανιασμένος". "Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου σιγά σιγά θα συνηθίσεις θ' ανηφορίσουμε μαζί στα γνώριμά σου μονοπάτια θα ξαποστάσουμε μαζί κάτω απ' το θόλο των πλατάνων σιγά σιγά θα 'ρθούν κοντά σου το περιβόλι κι οι πλαγιές σου". "Γυρεύω το παλιό μου σπίτι με τ' αψηλά τα παραθύρια σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό γυρεύω την αρχαία κολόνα που κοίταζε ο θαλασσινός. Πως θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη; οι στέγες μου έρχουνται ως τους ώμους κι όσο μακριά και να κοιτάξω βλέπω γονατιστούς ανθρώπους λες κάνουνε την προσευχή τους". "Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς; σιγά σιγά θα συνηθίσεις το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις κι αυτή την πόρτα θα κτυπήσουν σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου γλυκά να σε καλωσορίσουν". "Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου; σήκωσε λίγο το κεφάλι να καταλάβω τι μου λες όσο μιλάς τ' ανάστημά σου ολοένα πάει και λιγοστεύει λες και βυθίζεσαι στο χώμα". "Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγά σιγά θα συνηθίσεις η νοσταλγία σου έχει πλάσει μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους έξω απ' τη γής κι απ' τους ανθρώπους"."Πια δεν ακούω τσιμουδιάβούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος παράξενο πως χαμηλώνουν όλα τριγύρω κάθε τόσο ενώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα". Αθήνα, άνοιξη '38
“Ο Γυρισμός του Ξενιτεμένου“, εντάσσεται στα Μεταφυσικά ποιήματα του Σεφέρη. Εκ πρώτης όψεως μιλάει για έναν ξενιτεμένο που έχει αφήσει το πατρικό του σπίτι μικρός και γυρίζει πια ώριμος άνδρας. Τώρα όλα του φαίνονται μικρά – βεβαίως, αφού η νεανική του φαντασία απέδιδε μεγάλη σημασία στον περίγυρο και σε όλα τα τεκταινόμενα γύρω από αυτόν.
Μετά καθώς περνούν οι πρώτες ενθουσιώδεις εντυπώσεις, τα χρόνια, οι εμπειρίες – δυσάρεστες συχνά, η φαντασία αναγκάζεται να προσγειωθεί στην πραγματικότητα η οποία σε σύγκριση με τις παλιές προσλαμβάνουσες, αποκτά μέγεθος δυσάρεστα μικρό: Εκείνα που φάνταζαν παλάτια, εκείνα που ήταν τυλιγμένα στο λαμπρό κισσό, τώρα δεν μοιάζουν παρά στάνες, μέσα σ’ ένα τοπίο θολό, απροσδιόριστα μικρό.
Σε δεύτερη ανάγνωση μπαίνουν τα μεταφυσικά στοιχεία. Εδώ πια στη θέση του ξενιτεμένου είναι όλοι εκείνοι που φύγανε δια παντός: Οι πεθαμένοι συγγενείς, φίλοι, σύντροφοι. Όπως τον κάθε ξενιτεμένο, διακαής λαχτάρα τον ζώνει, να ξαναγυρίσει στα γνώριμα του μέρη. Όμως αλίμονο, όλα φαίνονται τόσο μικρά από τα ύψη (της απόστασης) στα οποία βρίσκεται τώρα, μη μπορώντας πια να αναγνωρίσει διόλου τα δικά του μέρη έτσι όπως τα έζησε, καθώς φαντάζουν τώρα πια, μικρά, τιποτένια, χαμένα, σαν σε μια απροσδιόριστη απεραντοσύνη.
Η λαχτάρα όμως είναι σπαραχτική και μεγάλη. Θέλει να γυρίσει, συνεχώς ονειρεύεται τα πατρικά του μέρη – όσο κι αν όλα έχουν αλλάξει: η παλιά εικόνα έχει μείνει αναλλοίωτη στα μάτια του, η παλιά γεύση βρίσκεται ανεξίτηλη στα χείλη του.
Εδώ όμως μπαίνει σοφά εμβόλιμη, η εικόνα της στάνης που αντικρίζει. Κι εδώ έγκειται η μεγαλοσύνη της ποιητικής υπέρβασης του Γιώργου Σεφέρη: Τα βλέπει μικρά και ασήμαντα, σαν μια στάνη στην πλαγιά του βουνού. Εκεί απ’ όπου βρίσκεται: στα ύψη του κόσμου και τα κοιτάζει . Όλα είναι μικρά και ασήμαντα, στο δράμα της δημιουργίας – αν κοιτάξεις από ψηλά.
Στο τέλος – και σαν αποκορύφωμα, το ποίημα παραπέμπει σε όλους τους χαμένους από τη γη που τους θέρισαν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα. Είναι ο θάνατος που την τελική του σφραγίδα βάζει σε όλα. Μια άλλη προσέγγιση εγγύτερη, είναι οι πόλεμοι και οι καταστροφές – πλησιέστερη προς τη ζωή του ίδιου του Γιώργου Σεφέρη, που αυτός και η οικογένεια του εγκατέλειψαν τα πάτρια εδάφη διωκόμενοι από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας – εκείνη την αποφράδα ημέρα του1922.